- αλατζαδένιος
- -α, -οο κατασκευασμένος από αλατζά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. αλατζάδες, τού ουσ. αλατζάς + παραγ. κατάλ. –ένιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλατζάς — ο (Υφαντ.) 1. βαμβακερό ύφασμα, συνήθως δίχρωμο, χοντρό και χαμηλής ποιότητας 2. το απλούστερο σχέδιο υφάνσεως στο οποίο οι κλωστές τού στημονιού (κλωστές κατά μήκος τού υφάσματος) και τού υφαδιού ή κρόκης (κλωστές κατά πλάτος τού υφάσματος)… … Dictionary of Greek